Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξάμορος — ἑξάμορος, ον (Α) [μόρος] αυτός που αποτελεί την έκτη μοίρα, το ένα έκτο … Dictionary of Greek
ἑξάμορον — ἑξάμορος one sixth masc/fem acc sg ἑξάμορος one sixth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)